🇬🇷 el en 🇬🇧

ζευγάρι noun

  /zeˈvɣa.ɾi/
  • δύο άνθρωποι που ενώνονται με τα δεσμά του γάμου ή συνδέονται ερωτικά
couple
  • συνδυασμός δύο στοιχείων που αποτελούν ένα σύνολο
pair
Wiktionary Links