🇬🇷 el en 🇬🇧

ζημιά noun

  /ziˈmɲa/
damage
  • (ειδικότερα) το έλλειμμα που παρουσιάζεται σε μία οικονομική οντότητα όταν τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα
loss
Wiktionary Links