🇬🇷 el en 🇬🇧

ζωντανός adjective

  /zon.daˈnos/
  • που ζει, βρίσκεται στη ζωή, δεν είναι νεκρός
living, alive, live
  • (διαδίκτυο) (για μετάδοση ενός γεγονότος διαδικτυακά) live streaming: που μεταδίδεται απ' ευθείας διαδικτυακά (βλ. ζωντανή ροοθήκευση)
lively, exciting, live stream, live streaming, zesty, zingy
  • (για μετάδοση ενός γεγονότος από ραδιοτηλεοπτικά μέσα) που μεταδίδεται απ' ευθείας
lively, exciting, zesty, zingy, zippy
Wiktionary Links