🇬🇷 el en 🇬🇧

ηχώ verb

  • (αμετάβατο) εκπέμπω ήχο, κροτώ, βροντώ
  • ακούγομαι με έναν ορισμένο τρόπο
sound

ηχώ noun

  • φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο ένας ήχος αντανακλάται σε ένα εμπόδιο που απέχει περισσότερο από 17 μέτρα από την πηγή του και επιστρέφοντας ακούγεται διακριτά και συνήθως με πολλαπλές επαναλήψεις (σε αντίθεση με την αντήχηση η οποία δεν εμφανίζει διακριτές επαναλήψεις)
echo

Ηχώ

Echo
Wiktionary Links