🇬🇷 el en 🇬🇧

θαμπώνω verb

  /θamˈbo.no/
  • (μεταβατικό) κάνω κάτι θαμπό (κυρίως για επιφάνειες διαφανείς ή ανακλαστικές)
blur, dim
  • (αμετάβατο) γίνομαι θαμπός (κυρίως για επιφάνειες διαφανείς ή ανακλαστικές)
  • (μεταβατικό) (μεταφορικά) εντυπωσιάζω κάποιον με τη λάμψη μου, την ομορφιά ή τις ικανότητές μου
dazzle
Wiktionary Links