🇬🇷 el en 🇬🇧

θείος noun

  /ˈθi.os/
  • (οικογένεια) ο αδελφός του πατέρα ή της μητέρας
  • (οικογένεια) ο εξάδελφος του πατέρα ή της μητέρας
  • (οικογένεια) ο αδελφός του παππού ή της γιαγιάς
uncle
Wiktionary Links