🇬🇷 el en 🇬🇧

θερμόαιμος adjective

  • (για ζώο) που έχει σταθερή θερμοκρασία αίματος, ανεξάρτητη από τις θερμοκρασιακές αλλαγές στο περιβάλλον
warm-blooded
  • (για χαρακτήρα) που θυμώνει εύκολα και εκδηλώνει έντονα τα συναισθήματά του
warm-blooded, hot-blooded
Wiktionary Links