🇬🇷 el en 🇬🇧

θησαυρός noun

  /θi.saˈvɾos/
treasure, hoard
  • (μεταφορικά) μεγάλος πλούτος
repository
  • (αρχαιολογία) χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
thesaurus
Wiktionary Links