🇬🇷 el en 🇬🇧

θρησκευτικά noun

  • το σχολικό μάθημα που αποσκοπεί στην ενημέρωση των μαθητών σχετικά με τις θρησκείες γενικά και ιδιαίτερα τη θρησκεία στην οποία πιστεύουν
divinity, religion, religious studies, scripture, theology

θρησκευτικά adverb

  • από θρησκευτική άποψη
religiously
Wiktionary Links