🇬🇷 el en 🇬🇧

θυμώνω verb

  • (μεταβατικό) προκαλώ σε κάποιον θυμό, οργίζω
anger
  • (αμετάβατο) κυριεύομαι από θυμό, οργίζομαι
angry
Wiktionary Links