🇬🇷 el en 🇬🇧

θύρα noun

door, gate
  • (υλικό υπολογιστή) ειδική υποδοχή σε υπολογιστικό σύστημα για την εισαγωγή του κατάλληλου καλωδίου που θα επιτρέψει την επικοινωνία με περιφερειακές συσκευές.
port
Wiktionary Links