🇬🇷 el en 🇬🇧

θύτης noun

  • (θρησκεία) (κυριολεκτικά) αυτός που προσφέρει θυσία
sacrificer, diviner, immolator
  • (μεταφορικά) αυτός που προκαλεί ζημία σε κάποιον, φέρεται βίαια ή εγκληματεί
immolator, perpetrator
Wiktionary Links