🇬🇷 el en 🇬🇧

ιδιωματισμός noun

  /i.ði.o.ma.tiˈzmos/
  • (γλωσσολογία) λέξη ή φράση ή άλλο γλωσσικό στοιχείο που απαντά σε ένα τοπικό ή κοινωνικό ιδίωμα ή διάλεκτο και όχι στην κοινή γλώσσα
idiom
Wiktionary Links