🇬🇷 el en 🇬🇧

ισχύς noun

  /iˈsçis/
  • (φυσική, μονάδα μέτρησης) ο ρυθμός (παραγωγής, εκπομπής, μετάδοσης, απορρόφησης, κατανάλωσης) ενέργειας σε συνάρτηση με τον χρόνο
power
Wiktionary Links