🇬🇷 el en 🇬🇧

κάβα noun

  • κατάστημα που πουλάει οινοπνευματώδη ποτά και μερικές φορές άλλα είδη όπως ξηρούς καρπούς κ.λπ.
  • (συνεκδοχικά) το στοκ από οινοπνευματώδη ποτά που έχει κάποιος στην κατοχή του
liquor store, off-licence
cellar
Wiktionary Links