🇬🇷 el en 🇬🇧

κάβουρας noun

  /ˈka.vu.ɾas/
  • (ζωολογία) καρκινοειδές μαλακόστρακο που ζει στη θάλασσα, τις λίμνες και τα ποτάμια. Έχει φαρδύ πεπλατυσμένο σώμα με σκληρό περίβλημα και δέκα πόδια, από τα οποία τα δύο εμπρόσθια καταλήγουν σε δαγκάνες. Τα πόδια βρίσκονται γύρω από το σώμα, με αποτέλεσμα να κινείται μόνο πλάγια. Αλιεύεται για τη νόστιμη σάρκα του
  • (ναυτικός όρος) ειδικό άγκιστρο ασφάλισης (έχμασης) της καδένας της άγκυρας, φέρεται μόνιμα στο κατάστρωμα στην πλώρη των πλοίων
crab
  • (εργαλείο) ο σωληνοκάβουρας, εργαλείο για το βίδωμα και το ξεβίδωμα μεταλλικών αντικειμένων. Έχει λαβίδα που μοιάζει με δαγκάνα κι ένα κινητό στέλεχος που ρυθμίζει το άνοιγμα της λαβίδας
pipe wrench
Wiktionary Links