🇬🇷 el en 🇬🇧

κάλικο adjective

  /ˈka.li.ko/
  • (θηλαστικό ζώο) τρίχρωμη γάτα με τρίχωμα μαύρο, άσπρο και πορτοκαλί
calico, calico cat
Wiktionary Links