🇬🇷 el en 🇬🇧

κάρβουνο noun

  /ˈkaɾ.vu.no/
  • (γεωλογία) υλικό από άνθρακα, το οποίο παράγεται με αργή και ατελή καύση οργανικών ουσιών (κυρίως το ξύλο) και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη
coal
Wiktionary Links