🇬🇷 el en 🇬🇧

κάρφωμα noun

  • (αθλητισμός, μπάσκετ, βόλεϊ) το καλάθι (για το μπάσκετ) ή ο πόντος που βάζει παίκτης με δυνατή και κατευθείαν ή κατακόρυφη κίνηση
dunk
  • το μπήξιμο αιχμηρού αντικειμένου σε άλλο αντικείμενο
nail, stud
Wiktionary Links