🇬🇷 el en 🇬🇧

κίνητρο noun

  /ˈci.ni.tɾo/
motivation, motive
  • κάτι που δημιουργεί θετικό κλίμα ή παρέχει σε κάποιον θετικούς λόγους, για να κάνει μια ορισμένη ενέργεια
incentive
Wiktionary Links