🇬🇷 el en 🇬🇧

καθίζηση noun

  • (γεωλογία) βύθιση τμήματος της επιφάνειας του εδάφους, που είναι αποτέλεσμα της κατακόρυφης μετακίνησης των μαζών του
landslide
Wiktionary Links