🇬🇷 el en 🇬🇧

καλάμι noun

  /kaˈla.mi/
  • (φυτό) πολυετές υδροχαρές φυτό με ευλύγιστο κούφιο ξυλώδη βλαστό που φτάνει σε μεγάλο ύψος
cane, reed
  • μακρύ και λεπτό κυλινδρικό σύνεργο του ψαρέματος, από την άκρη του οποίου κρέμεται μια πετονιά
fishing rod
  • (ανατομία, λαϊκότροπο) το μπροστινό μέρος του οστού της κνήμης
shin, shinbone
  • (αργκό): αυτοσχέδιος αργιλές που φέρει καλάμι αντί μαρκούτσι
to be full of oneself

Καλάμι properNoun

  /kaˈla.mi/
Kalami
Wiktionary Links