🇬🇷 el en 🇬🇧

καλαμάκι noun

  /ka.laˈma.ci/
  • (συνήθως πλαστικός) σωλήνας που χρησιμοποιείται για να ρουφήξουμε υγρό σε μικρές ποσότητες
straw, drinking straw

Καλαμάκι properNoun

  /ka.laˈma.ci/
Kalamaki
Wiktionary Links