🇬🇷 el en 🇬🇧

καλλιέργεια noun

  /ka.liˈeɾ.ʝi.a/
cultivation
  • (κατ’ επέκταση) η δημιουργία συνθηκών, η λήψη των κατάλληλων μέτρων για την ανάπτυξη κάποιου πράγματος
culture
Wiktionary Links