🇬🇷 el en 🇬🇧

καλοσύνη noun

  /ka.lɔˈsi.ni/
  • η ιδιότητα του καλού, εκείνου που επιθυμεί την ειρήνη και την ευτυχία των συνανθρώπων του
  • πράξη ή λόγος που φανερώνει αγαθή πρόθεση
  • καλός καιρός
kindness
Wiktionary Links