🇬🇷 el en 🇬🇧

καλόγερος noun

  /kaˈlo.ʝe.ɾos/
  • (θρησκεία) μοναχός
monk
  • εξόγκωμα του δέρματος γεμάτο πύον, επιστημονικά δοθιήνας
boil
  • ψηλό έπιπλο-κρεμάστρα που στηρίζεται στο πάτωμα και έχει άγκιστρα για το κρέμασμα των παλτών, των καπέλων κ.λπ.
coat tree
  • (κατ’ επέκταση) άνθρωπος που ζει απομονωμένος σαν μοναχός
  • (πτηνό) είδος πουλιού (Parus Major)
great tit
Wiktionary Links