🇬🇷 el en 🇬🇧

καμάκι noun

  /kaˈma.ci/
  • εργαλείο για ψάρεμα, παρόμοιο με ακόντιο που έχει επιπρόσθετα τουλάχιστον μια πλάγια προεξοχή ώστε να αγκιστρώνεται στο ψάρι
harpoon
Wiktionary Links