🇬🇷 el en 🇬🇧

καμπάνα noun

  /kamˈba.na/ , /kaˈba.na/
  • ηχητικό όργανο που έχει σχήμα ανάποδου κόλουρου κώνου μέσα στον οποίο βρίσκεται ένα γλωσσίδι και συνήθως χρησιμεύει για σήμαντρο εκκλησίας ή σχολείου
bell, bell-bottom
  • (μόδα) το άκρο σε μπατζάκι παντελονιού, όταν έχει σχήμα αρκετά μεγαλύτερο, ώστε να θυμίζει καμπάνα
bell-bottom
Wiktionary Links