🇬🇷 el en 🇬🇧

κανόνας noun

  /kaˈno.nas/
  • (μουσική, χριστιανισμός) εκκλησιαστικός ύμνος που αποτελείται από εννέα ωδές, οι οποίες αντιστοιχούσαν αρχικά με τις εννέα ωδές της Βίβλου
rule, norm, order
  • βιβλικός κανόνας στη Βικιπαίδεια
  • (μουσική) μουσικό είδος στο οποίο η μελωδία επαναλαμβάνεται από περισσότερες φωνές ώστε να αλληλοσυμπλέκονται
canon
Wiktionary Links