🇬🇷 el en 🇬🇧

καραμέλα noun

  /ka.ɾaˈme.la/
  • (γλυκό) μικρό στερό σκληρό γλύκισμα διαφόρων γεύσεων και αρωμάτων που λειώνει στο στόμα
candy, sweet
  • (γαστρονομία) σιρόπι από καμένη ζάχαρη με καφετί χρώμα που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική
caramel
Wiktionary Links