🇬🇷 el en 🇬🇧

καρούμπαλο

knot

καρούμπαλο noun

  • (κυριολεκτικά) σκληρό πρήξιμο στην περιοχή του κεφαλιού, που προέρχεται, συνήθως, από χτύπημα
bump
Wiktionary Links