🇬🇷 el en 🇬🇧

κατάθεση noun

  • (οικονομία) η παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα
deposit
  • (νομικός όρος) η μαρτυρία σε δημόσιες αρχές
statement, testimony
Wiktionary Links