🇬🇷 el en 🇬🇧

κατάληξη noun

  • (γραμματική, γλωσσολογία, για γλώσσες με κλίση) το μεταβλητό τελείωμα λέξης
ending, termination
  • τέλος σε κάτι, τέρμα
termination
Wiktionary Links