🇬🇷 el en 🇬🇧

κατάσταση noun

  /kaˈta.sta.si/
  • ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάτι σε δεδομένο τόπο και χρόνο
  • οι φυσικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες υπάρξεως
situation, state
  • πίνακας, λίστα, κατάλογος στον οποίο υπάρχουν ονόματα ή και άλλα στοιχεία σύμφωνα με μια ιδιότητά τους
statement
Wiktionary Links