🇬🇷 el en 🇬🇧

κατάψυξη noun

  /kaˈta.psi.ksi/
  • περιορισμένος χώρος με θερμοκρασία χαμηλότερη του ψυγείου για πιο μακροχρόνια συντήρηση τροφίμων
freezer, refrigeration
  • η έκθεση ζωικών ή φυτικών ουσιών σε πολύ χαμηλής θερμοκρασίας ώστε να παγώσουν
  • (μεταφορικά) διακοπή, αναβολή, ή αναστολή μιας διαδικασίας
refrigeration
Wiktionary Links