🇬🇷 el en 🇬🇧

κατέχω verb

  /kaˈte.xo/
  • έχω στην κατοχή μου, στην ιδιοκτησία μου
possess
  • γνωρίζω κάτι καλά
know
  • διατηρώ στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής σε ξένη χώρα και την ελέγχω
occupy
Wiktionary Links