🇬🇷 el en 🇬🇧

κατακάθι noun

  • (μεταφορικά) άνθρωπος τιποτένιος
lowlife, scum
  • η στερεά ουσία που παραμένει αδιάλυτη σε ένα υγρό και συγκεντρώνεται (κατακάθεται) στον πυθμένα του δοχείου που περιέχει το διάλυμα
sediment
Wiktionary Links