🇬🇷 el en 🇬🇧

κατακόρυφος adjective

  /ka.taˈko.ɾi.fos/
  • (γεωμετρία) που ακολουθεί τη διεύθυνση της βαρύτητας, που είναι κάθετος σε ένα οριζόντιο επίπεδο
vertical, perpendicular

κατακόρυφος noun

  /ka.taˈko.ɾi.fos/
  • (αθλητισμός, γυμναστική άσκηση) τοποθέτηση του σώματος σε θέση κάθετη προς το επίπεδο και με τα πόδια προς τα πάνω
handstand
Wiktionary Links