🇬🇷 el en 🇬🇧

κατασχεθείς

  • (λόγιο) αυτός που έχει κατασχεθεί, ο κατασχεμένος, (λόγιος τύπος της καθαρεύουσας, μετοχη αορίστου της παθητικής φωνής του ρήματος κατάσχω)
seized
Wiktionary Links