🇬🇷 el en 🇬🇧

καταχρηστικός adjective

  • που σχετίζεται με την κατάχρηση ή αναφέρεται σ᾿ αυτήν, που υπερβαίνει ή και παραβαίνει τα όρια που επιτρέπονται ή ανέχονται
abusive, improper, misapplied, misused
Wiktionary Links