🇬🇷 el en 🇬🇧

κατηγόρημα noun

  /ka.tiˈɣo.ri.ma/
  • (γλωσσολογία, συντακτικό) η απλή μορφή της ρηματικής φράσης, το μέρος της πρότασης που αποτελείται, είτε από μόνο το αμετάβατο ρήμα, είτε από το μεταβατικό ρήμα και το αντικείμενο ή αντικείμενα, είτε από το συνδετικό ρήμα και το κατηγορούμενο
  • (φιλοσοφία) το βασικό ή ουσιαστικό στοιχείο μιας υπόστασης, έννοιας, ιδιότητας κ.λπ.
predicate, categorem, flat
  • (λογική, πληροφορική) μία συνάρτηση ή έκφραση που επιστρέφει την τιμή "αληθές" ή "ψευδές"
predicate
Wiktionary Links