🇬🇷 el en 🇬🇧

κειμενογράφος noun

  • (επάγγελμα) άνθρωπος που ασχολείται με τη συγγραφή διαφημιστικών κειμένων ή λόγων πολιτικών
  • (ειδικότερα) λογισμικό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία αρχείων απλού κειμένου (plain text) τα οποία δεν περιέχουν ειδικούς χαρακτήρες μορφοποίησης όπως ο επεξεργαστής κειμένου
copywriter
  • (πληροφορική, μόνο αρσενικό) text editor: λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη συγγραφή και σύνταξη κειμένων
copywriter, text editor
Wiktionary Links