🇬🇷 el en 🇬🇧

κεφαλαιοποίηση noun

  /ce.fa.le.oˈpi.i.si/
  • (οικονομία) η μετατροπή οικονομικών στοιχείων εταιρείας, ιδρύματος ή κράτους (κέρδη, αποθεματικά κλπ.) σε κεφάλαιο
capitalization
  • (οικονομία)η αξία του συνόλου των μετοχών μιας εταιρείας εκπεφρασμένη σε νομισματική μονάδα
market cap, market capitalization
Wiktionary Links