🇬🇷 el en 🇬🇧

κιβώτιο noun

  /ciˈvo.ti.o/
  • μεγάλο κουτί από σκληρό χαρτόνι, ξύλο ή άλλο υλικό, κυρίως για τη συσκευασία εμπορευμάτων
case, box
Wiktionary Links