🇬🇷 el en 🇬🇧

κιλότα noun

  /ciˈlo.ta/
  • (ενδυμασία) γυναικείο εσώρουχο που περιβάλλει τους μηρούς και το υπογάστριο
panties, knickers
  • στρατιωτική περισκελίδα του ιππικού ή παντελόνι ιππασίας, παλιότερα φουσκωτό στους μηρούς και στενό κάτω
breeches
Wiktionary Links