🇬🇷 el en 🇬🇧

κινηματογράφος noun

  /ci.ni.ma.toˈɣɾa.fos/
  • η τέχνη της κινούμενης εικόνας, η έβδομη τέχνη
cinematograph, cinema
  • ένα κτίριο ή μια εγκατάσταση όπου προβάλλονται κινηματογραφικές ταινίες για το κοινό
cinema, movie theater
Wiktionary Links