🇬🇷 el en 🇬🇧

κλέφτης noun

  /ˈkle.ftis/
  • που κλέβει χρήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία
thief, robber

Κλέφτης noun

  /ˈkle.ftis/
klepht
Wiktionary Links