🇬🇷 el en 🇬🇧

κλέψιμο noun

  /ˈkle.psi.mo/
  • (ειδικότερα) η απόσπαση της μπάλας (σε μπάσκετ, ποδόσφαιρο κ.λπ.)
intercept
Wiktionary Links