🇬🇷 el en 🇬🇧

κλίμακα noun

  /ˈkli.ma.ka/
  • (γεωγραφία) αριθμητικό κλάσμα που εκφράζει την αναλογία ανάμεσα στις διαστάσεις που απεικονίζονται σε έναν χάρτη και τις πραγματικές
  • (φυσική) σειρά υποδιαιρέσεων ενός οργάνου με το οποίο μετρούνται φυσικά μεγέθη
  • (μουσική) καθορισμένη σειρά από φθόγγους σε διαδοχική σειρά (ανιούσα ή κατιούσα
scale
Wiktionary Links