🇬🇷 el en 🇬🇧

κλίση noun

  /ˈkli.si/
  • (γραμματική) ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι ενός ονόματος, αντωνυμίας ή ρήματος
conjugation
  • (γραμματική) ομάδα ονομάτων με κοινές καταλήξεις και κοινό σχηματισμό των πτώσεων
declension
  • έφεση, ροπή
inclination, tendency
  • η ιδιότητα μιας μη οριζόντιας επιφάνειας
inclination, slope
Wiktionary Links